᾿Αγαπητέ μου φίλε καὶ ἀδελφὲ ἐν Χριστῷ! Εἶναι γραμμένο: «καὶ οἱ ἔγγιστά μου ἀπὸ μακρόθεν ἔστησαν» (Ψαλμ. λζ´ 13). Διότι τὸ ἄσπρο δὲν πηγαίνει μὲ τὸ μαῦρο καὶ τὸ σκοτάδι δὲν συμφωνεῖ μὲ τὸ φῶς. ῾Η εὐλάβεια εὑρίσκεται σὲ συνεχῆ πόλεμο μὲ τὴν ἀνευλάβεια. Τί συμφωνία μπορεῖ νὰ ὑπάρξη ἐκεῖ, ὅταν ὁ ἕνας προσπαθῆ καὶ ἀγωνίζεται νὰ σκαρφαλώση ἕνα βουνό, ἐνῶ ὁ ἄλλος κατρακυλᾶ κάτω;
«Καὶ οἱ ἔγγιστά μου ἀπὸ μακρόθεν ἔστησαν», διότι σὺ ἔχεις σταθῆ μακρυὰ ἀπὸ αὐτούς· στέκεσαι μακρυά, διότι δὲν εὑρίσκεις τίποτε ὅμοιό σου σὲ αὐτούς. ᾿Αποφεύγουμε τὴν κάπνα καὶ τὴν πίσσα, γιὰ νὰ μὴ μαυρίσουμε· ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ μία ἐπιδημία, γιὰ νὰ μὴ κολλήσουμε ἀρρώστια· φεύγουμε ἀπὸ τοὺς λεπρούς, γιὰ νὰ μὴ πάσχουμε ὅπως πάσχουν αὐτοί.