Ἡ
Ἐνορία, μοναστική ἤ κοσμική, εἶναι ὁ
χῶρος ὅπου θεραπεύεται ἡ νοσοῦσα
ἀνθρώπινη προσωπικότητα καί δημιουργεῖται
ἡ ἀληθής κοινωνικότητα διά τῆς ἐν
Ἁγίῳ Πνεύματι ἑνώσεως τῶν μελῶν της.
«Ἡ Ἐνορία, ὡς ἀπηρτισμένη κοινότητα-κοινωνία, ὑπῆρξε πάντα στήν ἱστορία
τῆς Ἐκκλησίας τό Ἐκκλησιαστικό μοντέλο
(πρότυπο) κοινωνικῆς διάρθωσης καί
ζωῆς. Ὁ κοινοβιακός μοναχισμός, ὡς
μοναστική ἀδελφότητα-ἐνορία, δέν εἶναι
παρά ἡ δυναμική προσπάθεια διασώσεως
τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὑπαρκτικοῦ
προτύπου, ὅταν ἄρχισε ἡ ἐκκοσμίκευσή
του, ἡ προσαρμογή του δηλαδή στό κοσμικό
πρότυπο τῆς μή-χριστιανικῆς κοινωνίας.
Γι’ αὐτό οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅλων τῶν
αἰώνων, μέ πρώτους τόν Μ. Βασίλειο καί
τόν ἱερό Χρυσόστομο, ἐπέμειναν στή
διάσωση τῆς ἑνότητας πνευματικότητας-κοινωνικότητας μέσα στό ἐνοριακό
πλαίσιο, μέ τήν ὀργάνωση καί στερέωση
τοῦ μοναστικοῦ κοινοβίου, ὥστε νά μή
χαθεῖ ὁ ἀποκεκαλυμμένος θεοκεντρικός
τρόπος ζωῆς τῶν Χριστιανῶν μέσα στόν
κόσμο»1.