Μερικοί
νομίζουν ότι πρέπει να έχουν πολλή μελέτη στην αγρυπνία τους, άλλοι πολλή
προσευχή, άλλοι ότι πρέπει να τους χαρίση ο Θεός οράματα, ακροάματα, θεοπτίες,
για να αποδείξη ότι υπάρχει ή ότι τους αγαπά. Όλα αυτά αναμφιβόλως είναι
υπερβολές, τις οποίες εκμεταλλεύεται ο αντίδικος για να μας καταπιή.
Πώς
λοιπόν ιστάμεθα ενώπιον του Θεού; Κατ’ αρχάς, ιστάμεθα σαν απλά παιδιά του. Η
αγρυπνία μας είναι η ώρα της αγάπης μας με τον Θεόν. Όπως οι άνθρωποι έχουν τις
ώρες που θέλουν να αγαπούν και να αγαπιούνται, έτσι και εμείς έχομε τις ώρες
που ζούμε μαζί με τον Χριστόν μας, τις ώρες που τον περιμένομε και μας
περιμένει, που προσπαθούμε να δείξωμε την αγάπη μας κατά τον τρόπο που
καταλαβαίνει εκείνος. Εμένα, αν μου φέρης ένα γλυκό, μου κερδίζεις την καρδιά.
Του άλλου την κερδίζεις με το να του πας ένα βιβλίο· αν του πας γλυκό, θα
αποτύχης. Το ίδιο και ο Θεός· θέλει να του πας τα δικά του δώρα, τα δικά του
δωρήματα, αυτά που τα καταλαβαίνει. Επί πλέον, εφ’ όσον η ψυχή μας είναι
αδύνατη και τρικυμίζεται, και εφ’ όσον υπάρχει «αντίδικος ωρυόμενος», η ψυχή
μας θέλει ενίσχυσι, θέλει τον τρόπο της για να μπορή να ξεπερνά τον εαυτό της
και να νικά και να χαίρεται τον Θεόν. Γι’ αυτό θα αναφερθούμε σε μερικά πολύ
απλά θέματα.