«Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου, έπαρσις των χειρών μου, θυσία εσπερινή» (Ψαλμ. 140.2)
Η θεία
Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων αποτελεί, την καρδιά της Μεγάλης
Τεσσαρακοστής. Το «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου…» αποτελεί τον
κεντρικότερο ύμνο της Προηγιασμένης. Ψάλλεται, κατά την εκκλησιαστική
τάξη, «σεμνά και κατανυκτικά». Τον συνοδεύει η προσφορά θυμιάματος. Και
οι πιστοί προσευχόμαστε γονατιστοί.
Μια
βαθύτερη προσέγγιση του ύμνου αυτού μας επιτρέπει να κατανοήσουμε
ορισμένα βασικά γνωρίσματα της ορθόδοξης προσευχής· ευρύτερα, της
ορθόδοξης εμπειρίας, θα λέγαμε.
Όμως,
προτού καταπιαστούμε με την ερμηνεία του, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο
ύμνος αποτελεί ψαλμικό στίχο, τον οποίο για να εξηγήσουμε επιβάλλεται
να τον δούμε στα πλαίσια του Ψαλμού στον οποίο ανήκει.
Πρόκειται
για τον 140ό Ψαλμό του Δαβίδ , που τον συνέθεσε, όταν- ίσως- τον
κατεδίωκε ο Σαούλ. Ο Ψαλμός χαρακτηρίζεται ως εσπερινός, και η αρχαία
Εκκλησία τον ονόμαζε «επιλύχνιον», Ψαλμό δηλαδή που είχε θέση και που ψαλλόταν την ώρα που άναβαν τα λυχνάρια.
Ο
ποιητής απευθύνεται στο Θεό. Όπως φαίνεται, βρίσκεται μακριά από το ναό
και περνά μεγάλη δοκιμασία. Γι’ αυτό και παρακαλεί θερμά ο Θεός να
ακούσει τις κραυγές της ικεσίας του, παρακαλεί να ανέβει η προσευχή του,
όπως ανεβαίνει ο καπνός του θυμιάματος, και να θεωρήσει την ικετευτική
ανύψωση των χειρών του ως εσπερινή θυσία.
«Κατευθυνθήτω η προσευχή μου…»